Architecture: stuck on the wrong side of the fourth wall – part b

Όσο όλο και πιο πολλές από τις καθημερινές μας δραστηριότητες μεταφέρονται από το φυσικό χώρο στο δίκτυο, τόσο περισσότερο χρόνο θα περνάμε σε αυτή την κατάσταση νάρκωσης, στο trance της μετάβασης στον κυβερνοχώρο, και τόσο περισσότερο ασήμαντος θα φαντάζει ο δομημένος χώρος γύρω μας. Και αυτό που θα πληγεί πρώτο σε αυτήν την διαδικασία θα είναι ο δημόσιος χώρος, που θα εκφυλιστεί σε χώρο αργής μετάβασης απο το ένα σημείο στο άλλο στον φυσικό χώρο, μιας και όλες οι πλευρές της δημόσιας ζωής θα γίνονται μεσω δικτύου και όχι φυσικής επαφής.

Σήμερα μπορεί ακόμα να έιναι δυσδιάκριτη αυτή η διαδικασία αποσύνδεσης από το φυσικό χώρο. Τα εικονικά περιβάλλοντα που χρησιμοποιούμε καθημερινά στη διεπαφή μας με το μέσο δεν έχουν τα στοιχέια του φυσικού χώρου και έτσι μας δίνεται η ψευδαίσθηση ότι έχουμε πλήρη συναίσθηση της μη-πραγματικής τους φύσης. Για να τα χρησιμοποιήσουμε κάνουμε κάποιες παραδοχές που φαίνονται αθώες, όπως για παράδειγμα τα εικονίδια στην επιφάνεια εργασίας. Κανουμε αυτόματα πλέον διπλό κλικ σε ένα εικονίδιο προγράματος και περιμένουμε να ανοίξει ένα παράθυρο με κάποιο πρόγραμμα για να εκτελέσουμε κάποια εργασία. Η διεργασία της ταύτισης του εικονιδίου με το πρόγραμμα γίνεται διάφανα αλλά απαιτεί ένα στάδιο αφαίρεσης. Η αφαίρεση αυτή δεν γίνεται αντιληπτή κι όμως έιναι αυτή που περιέχει την αποσύνδεση από το φυσικό χώρο γύρω μας. Η κατάσταση είναι αντίστοιχη με αυτό που συμβαίνει όταν βλέπουμε μια θεατρική παράσταση ή παρακολουθούμε μια ταινία στο σινεμά. Βρισκόμαστε σε ένα συγκεκριμένο χώρο, σε μια θέση μιας αίθουσας προβολής ή ενός θεάτρου. Παρακολουθώντας όμως το έργο αποσυνδεόμαστε από το περιβάλλον μας και ξεχνάμε προσωρινά ότι στην πραγματικότητα βρισκόμαστε σε μια αίθουσα με δεκαδες άλλους ανθρώπους και ότι η ιστορία που παρακολουθούμε είναι παράσταση,το δημιούργημα της φαντασίας ενός συγγραφέα κι ενός σκηνοθέτη, ένα ψέμα. Αυτή η συνθήκη μεταξύ κοινού και θεάματος έχει περιγραφέι με την έννοια του τέταρτου τοίχου. Ο τέταρτος τοίχος είναι το αόρατο όριο μεταξύ θεατή και θεάματος. Ο τέταρτος τοίχος είναι η διεπαφή του θεατή με το θέαμα και η διαδικασία της αποσύνδεσης απο το φυσικό χώρο γίνεται υπό την κάλυψη της ασφάλειας που δίνει το όριο αυτό. Η συνθήκη αυτή έχει γίνει αντικείμενο πειραματισμών Από τη μια ο θεατής, από την άλλη το θέαμα. Η βασική διαφορά με το ηλεκτρονικό μέσο έιναι ότι πλέον δεν υπάρχει θέαμα στην αλλη μεριά του τέταρτου τοίχου, ή τέλος πάντων οι διακρίσεις μεταξύ θεατή και θεάματος είναι δυσδιάκριτες. Ο θεατής, ο χρήστης του ιστού περνάει στην άλλη μεριά του τέταρτου τοίχου και χρησιμοποιεί το δίκτυο για να επικοινωνήσει, να αρθρώσει λόγο, να ζήσει, εκει, μέσα στο θέαμα. Ο θεατής είναι το θέαμα και μέχρι να επιστρέψει στην πραγματικότητα , μέχρι να κατέβει από τη σκηνή, σαν καλός ηθοποιός αγνοεί την ύπαρξη του κοινού που βρίσκεται από κατω. Το κοινό εδώ είναι ο φυσικός χώρος στην άλλη μεριά του τέταρτου τοίχου.

Η αίσθηση της παντοδυναμίας που νιώθει ο χρήστης λόγω της εκμηδένισης της απόστασης κατά την αστραπιαία μετάβαση από εικονικό τόπο σε εικονικό τόπο, κάνει την αποσύνδεση ακόμα πιο ισχυρή. Ο φυσικός χώρος είναι πολύ αργός για τον πολίτη-θεατή του κυβερνοχώρου. Όταν διαλύεται αυτός ο σύνδεσμος με την πραγματικότητα και ο κάτοικος του φυσικού χώρου μεταναστεύει στον εικονικό για να ζήσει εκεί τη δημόσια ζωή του, τι μένει για μας τους αρχιτέκτονες; Σε ποιό δημόσιο χώρο θα αναπτύξουμε τον αρχιτεκτονικό λόγο, τον λόγο του χώρου, όταν δεν υπάρχουν κάτοικοι για να τους δώσουν ζωή;

Architeture: stuck on the wrong side of the fourth wall – part a

Σε μια εποχή που η ολοκλήρωση του οράματος του McLuhan φαντάζει όλο και πιο κοντά μας, η υποβάθμιση της έννοιας του χώρου, του φυσικού χώρου, γίνεται ολοένα και πιο εμφανής. Τι σημασία έχει το που είσαι, όταν μέσω του δικτύου μπορείς να είσαι παντού και πουθενά; Το χωρικό αυτό παράδοξο του “παντού και πουθενά” γεννά την απαξίωση του φυσικού χώρου και είναι αποτέλεσμα της ίδιας της λειτουργίας του μέσου. Το μέσο, ή μάλλον καλύτερα τα μέσα, είναι το ηλεκτρονικό κύκλωμα και το δίκτυο. Το πρώτο είναι μια επέκταση του νευρικού μας συστήματος, μας χαρίζει ταχύτητα νευρώνων που το σώμα δεν θα μπορούσε ποτέ να πετύχει από μόνο του. Το δεύτερο είναι επέκταση των δυνατοτήτων επικοινωνίας του ανθρώπου. Το δίκτυο επεκτείνει και αντικαθιστά την ίδια τη γλώσσα, το λόγο.

Ο λόγος, το βασικό δομικό στοιχείο του οικοδομήματος της ανθρώπινης γνώσης, ήταν παράγωγο της ανθρώπινης ανάγκης για έκφραση, επικοινωνία. Η διαδικασία άρ8ρωσης λόγου στην καθημερινότητά μας είναι μια διαφανής διαδικασία. Από πολύ μικρή ηλικία κάθε άνθρωπος (υπό φυσιολογικές συνθήκες) είναι σε θέση να αρθρώσει λόγο για να εκφράσει σκέψεις και συναισθήματα. Καθημερινά χρησιμοποιούμε ασυναίσθητα κάποια φυσική γλώσσα, τη γλώσσα του σώματος και όλους τους άλλους τρόπους έκφρασης και κώδικες επικοινωνίας που έχουμε αναπτύξει για να επικοινωνούμε μεταξύ μας. Όλοι αυτοί οι μέθοδοι επικοινωνίας ήταν επαρκείς και εξελίσσονταν για πάρα πολλά χρόνια της ανθρώπινης ιστορίας. Μέχρι τώρα. Τώρα που έχουμε επεκτείνει το νευρικό μας σύστημα, το μέσο παραγωγής του λόγου, με τα ηλεκτρονικά κυκλώματα όλοι οι γνωστές μας μέθοδοι επικοινωνίας είναι πια ανεπαρκής, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι αργές. Όλες αυτές οι μέθοδοι αναπτύχθηκαν με τις προδιαγραφές του παλιού, μη-βελτιωμένου νευρικού μας συστήματος και δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις νέες ταχύτητες που μπορεί να πετύχει το νέο μέσο παραγωγής λόγου, το ηλεκτρονικά βελτιωμένο νευρικό μας σύστημα. Στην ηλεκτρονική εποχή, ο λόγος, όπως τον γνωρίζαμε, αντικαθιστάτε από το δίκτυο και είμαστε βρέφη που έχουν απλά αρχίσει να αρθρώνουν τις πρώτες τους λέξεις.

Η επέκταση του νευρικού μας συστήματος με τα ηλεκτρονικά κυκλώματα επί της ουσίας ακολουθεί τον τρόπο με τον οποίο όλες οι προηγούμενες τεχνολογικές εξελίξεις επιχείρησαν να επεκτείνουν το ανθρώπινο σώμα. Το αυτοκίνητο για παράδειγμα επεκτείνει τα πόδια και μειώνει τις αποστάσεις αυξάνοντας την ταχύτητα κίνησης. Ο οδηγός κάθεται στην θέση οδήγησης και χειρίζεται το αυτοκίνητο και βασίζεται στις αισθήσεις του, στο νευρικό του σύστημα δηλαδή, για να μπορέσει να οδηγήσει με επιτυχία. Απαιτείται δηλαδή από τον οδηγό να έχει συναίσθηση του φυσικού χώρου και του χρόνου για να επεκτείνει το σώμα του με το μέσο αυτό. Από τη στιγμή που στην περίπτωση του κυκλώματος αυτό που επεκτείνεται είναι το ίδιο το νευρικό σύστημα η απαίτηση αλλά και η δυνατότητα της συναίσθησης αυτής παύει να υπάρχει. Για την ακρίβεια όσο πιο πιο έντονη είναι αυτή η αποσύνδεση τόσο πιο “καλό” θεωρείται το μέσο που χρησιμοποιούμε. Η αποσύνδεση πετυχαίνεται ως ένα βαθμό σε όλα τα σημερινά εργαλεία χρήσης του ηλεκτρονικού μέσου. Από το desktop metaphor και τους browsers των γραφικών περιβαλλόντων εργασίας, μέχρι τους εικονικούς κόσμους των MMORPG και τα αυριανά περιβάλλοντα εικονικής πραγματικότητας “πλήρους βύθισης”.

Η μετάβαση του νευρικού συστήματος έξω από το ανθρώπινο σώμα και η περιπλάνηση στον κυβερνοχώρο γίνεται διάφανα όπως ακριβώς και η καθημερινή ομιλία. Ας ξεχάσουμε προς το παρόν τις χολιγουντιανές δραματοποιήσεις τύπου matrix και existenz, όπου η σύνδεση με τον κυβερνοχώρο γίνεται με καλώδια ή ομφάλιους λώρους που συνδέονται απευθείας στους νευρώνες για να επιτευχθεί η μετάβαση αυτή. Δεν χρειάζονται για να επιτευχθεί αυτή η σύνδεση με το εικονικό και η ταυτόχρονη αποσύνδεση από το πραγματικό. Συνεχίζοντας του παραδείγματος του οδηγού και του αυτοκινήτου θα προσθέσουμε τον δρόμο, το οδικό δίκτυο. Ο οδηγός έχοντας ήδη επεκτείνει τα πόδια του με το αυτοκίνητο δεν χρειάζεται να βάλει ρόδες στα πόδια του ή μια μηχανή στην κοιλιά του για να μπορέσει να χρησιμοποιήσει το οδικό δίκτυο και να ολοκληρώσει την λειτουργία της μετακίνησης. Το νευρικό μας σύστημα είναι ήδη έξω από το σώμα μας και για να το χρησιμοποιήσουμε στην επικοινωνία, δηλαδή στην άρθρωση λόγου, για να το συνδέσουμε με τον κυβερνοχώρο αρκεί να συνδέσουμε τα κυκλώματα που το αντικαθιστούν.

Το χωρικό παράδοξο του “παντού και πουθενά” βρίσκεται στην καρδιά αυτής της νέας μορφής λόγου. Στον κυβερνοχώρο δεν υπάρχει απόσταση, μόνο ταχύτητα. Ο τόπος δεν είναι γραμμικά συνεχής. Η μετάβαση από τον ένα χώρο στον άλλο γίνεται ακαριαία. Δεν χρειάζεται να αφήσουμε έναν τόπο για να μεταβούμε σε κάποιον άλλο, μπορούμε να βρισκόμαστε ταυτόχρονα σε όσα διαφορετικά μέρη του κυβερνοχώρου επιθυμούμε και όσα αντέχει να διαχειριστεί το νέο μας νευρικό σύστημα, η ηλεκτρονική μηχανή. Αυτό καλύπτει το κομμάτι του παντού. Την ίδια στιγμή, πίσω στον πραγματικό χώρο, βρισκόμαστε μπροστά από κάποια οθόνη σε κάποιο γραφείο, στο τρένο χρησιμοποιώντας το κινητό μας, ή μπροστά σε ένα ΑΤΜ σηκώνοντας λεφτά στο δρόμο για τα ψώνια, χωρίς να έχει καμία απολύτως επίπτωση στον κυβερνο-τόπο που επισκεπτόμαστε μας ο χώρος αυτός. Κανένας από αυτούς τους τόπους δεν υπάρχει στον πραγματικό κόσμο, συγκροτείται από μια σειρά από 0 και 1 που μπορούν να τα αντιληφθούμε μόνο μέσα από το φίλτρο του ηλεκτρονικά βελτιωμένου νευρικού μας συστήματος. Έτσι ολοκληρώνεται το παράδοξο του “παντού και πουθενά”. Αυτό το πουθενά και ειδικά το μέρος του πουθενά που έχει να κάνει με το φυσικό χώρο είναι αυτό που πρέπει να προβληματίσει εμάς τους αρχιτέκτονες. Πως σχεδιάζεις κάτι σε ένα πουθενά;